-
1 заявка
заявка ж η αίτηση η παράκληση (просьба) сделать \заявкау κάνω αίτηση* * *жη αίτηση; η παράκληση ( просьба)сде́лать зая́вку — κάνω αίτηση
-
2 ходатайство
-а ουδ.1. ενέργεια, φροντίδα μεσολάβηση•он прекратил ходатайство о разводе αυτός έπαυσε να φροντίζει για το διαζύ.γιο.
2. αίτηση, γραπτή παράκληση•подать ходатайство ή войти с -ом δίνω (υποβάλλω) αίτηση•
удовлетворить ходатайство εγκρίνω την αίτηση.
-
3 заявка
-и θ.1. δήλωση.2. αίτηση, ζήτηση, παράκληση•сделать -у κάνω αίτηση, ζητώ•
на билеты ζήτηση εισιτηρίων•
концерт по -ам радиослушателей συναυλία κατά παραγγελία των ραόιοακροατών.
-
4 istida
αίτηση, παράκληση -
5 просьба
-ы θ.(προφέρεται πρόζμπα).παράκληση•я к вам с -ой ή у меня к вам просьба έχω να σας κάνω μια παράκληση•
обратиться с -ой απευθύνομαι με την παράκληση.
|| αίτηση•подать -у δίνω (υποβάλλω) αίτηση.
εκφρ.по -е – α) κατά παράκληση, β) με αίτηση. -
6 просьба
просьб||аж1. ἡ παράκληση/ ἡ αίτηση (официальная):у меня к вам \просьба θέλω νά σας παρακαλέσω γιά κάτι· обратиться с \просьбаой ἀπευθύνω παράκληση, κάνω αίτηση· по \просьбае κατά παράκληση, κατ' ἀϊτησιν, τή αἰτήσει. -
7 обращаться
обращаться 1) (к кому-л.) αποτείνομαι, απευθύνομαι* \обращаться с просьбой απευθύνω παράκληση, κάνω αίτηση' \обращаться за помощью к кому-л. ζητώ βοήθεια από κάποιον \обращаться κ врачу αποτείνομαι στο γιατρό· \обращаться с призывом κάνω έκκληση 2) (с кем-л.) φέρνομαι, συμπεριφέρομαι 3) (с чём-л.) μεταχειρίζομαι* * *1) (к кому-л.) αποτείνομαι, απευθύνομαιобраща́ться с про́сьбой — απευθύνω παράκληση, κάνω αίτηση
обраща́ться за по́мощью к кому́-л. — ζητώ βοήθεια από κάποιον
обраща́ться к врачу́ — αποτείνομαι στο γιατρό
обраща́ться с призы́вом — κάνω έκκληση
2) (с кем-л.) φέρνομαι, συμπεριφέρομαι3) (с чем-л.) μεταχειρίζομαι -
8 просьба
жη παράκληση, η αίτησηу меня́ к вам про́сьба — έχω μια παράκληση σε σας
обрати́ться с про́сьбой — κάνω αίτηση
про́сьба не шуме́ть — παρακαλείσθε ( или παρακαλούμε) μη θορυβείτε
-
9 заявка
заявк||аж ἡ αίτηση [-ις], ἡ παράκληση[-ις]:концерт по \заявкаам слушателей κοντσέρτο κατά παράκληση τῶν ἀκροατών сделать \заявкау κάνω αίτηση. -
10 ходатайство
ходатай||ствос ἡ αἰτηση [-ις] (тж. документ), ἡ παράκληση [-ις]/ ἡ μεσολάβηση [-ις] (т/с. за кого-л.):\ходатайствоство о помиловании ἡ αίτηση χάριτος· войти с \ходатайствоством κάνω αίτηση, ἀπευθύνομαι μέ αίτηση μου. -
11 request
[ri'kwest] 1. noun1) (the act of asking for something: I did that at his request; After frequent requests, he eventually agreed to sing.) αίτηση, αίτημα, ζήτηση, παράκληση2) (something asked for: The next record I will play is a request.) παράκληση, `παραγγελία`2. verb(to ask (for) something; People using this library are requested not to talk; Many people have requested this next song.) παρακαλώ, ζητώ- on request -
12 заявление
-я ουδ.1. δήλωση επίσημη. || εκδήλωση, έκφραση.2. αίτηση, παράκληση• πο•заявление дать заявление δίνω αίτηση.
-
13 заявка
η αίτηση, το αίτημα, η απαίτηση, η παράκλησηвозобновлять - ку ανανεώνω την προσφορά, дата подачи - ки η ημερομηνία εγγραφήςдата представления - ки на участие в торгах η ημερομηνία καταχώρισης της προσφοράς για συμμετοχή στο διαγωνισμόделать - ку δίνω/κάνω την προσφοράподатель - ки ο προσκομίζων/αιτών της προ-σφοράς/αίτησηςсрок подачи - ки η διορία/προθεσμία της προσφοράς- на визу - για άδεια εισόδου/βίζα (ξεν.)- на участие в торгах - για συμμετοχή στο διαγωνισμό (γιαπρομήθεια εμπορευμάτων ή εκτέλεσηέργων)письменная - γραπτή -, предварительная - προκαταρκτική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заявка
-
14 просьба
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > просьба
-
15 ходатайство
1. (действие) η ενέργειαη διαμεσολάβηση2. (официальная письменная просьба) η αίτησηη γραπτή παράκλησηη αναφοράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ходатайство
-
16 отказ
отказ 1-а α.1. άρνηση•он получил отказ в прооьбе αυτός έλαβε αρνητική απάντηση στην αίτηση (παράκληση)•
отказ наотрез άρνηση κατηγορηματική•
ответить -ом απαντώ αρνητικά.
|| απάρνηση. || παραίτηση, αποποίηση.2. (μουσ.) αναίρεση.3. παύση, σταμάτημα. || εγκατάλειψη.εκφρ.без -а – χωρίς διακοπή, ασταμάτητα•до -а – ως το τέλος, ώσπου δεν παίρνει άλλο.отказ 2-а α. παλ.κληροδοσία, η με διαθήκη περιουσία. -
17 прошение
-я ουδ.1. ζήτηση, παράκληση•прошение милостыни ζήτηση ελεημοσύνης.
2. αίτηση(έγγραφη επίσημου χαρακτήρα). -
18 žádost
1) αίτηση2) ζήτηση3) ικεσία4) παράκληση5) πόθος -
19 prośba
1) αίτηση2) ικεσία3) παράκληση4) προσευχή
См. также в других словарях:
αίτηση — η 1. απαίτηση, παράκληση: Αίτησή μας είναι να εξεταστεί προσεχτικά η υπόθεσή μας. 2. έγγραφη αναφορά σε κάποια αρχή με την οποία ζητιέται κάτι: Υπέβαλε αίτηση για να του δώσουν πιστοποιητικό γεννήσεως … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αίτηση — η (Α αἴτησις) το να ζητά κανείς κάτι, επιδίωξη, απαίτηση, παράκληση νεοελλ. 1. έγγραφη, κυρίως, αναφορά ενός ιδιώτη προς κάποια Αρχή, με την οποία ζητά κάτι 2. το ίδιο το έγγραφο στο οποίο διατυπώνεται η έγγραφη αναφορά (Εκκλ.) τμήμα… … Dictionary of Greek
έντευξις — ἔντευξις, η (AM) συναναστροφή μσν. μορφή, εξωτερική εμφάνιση αρχ. 1. συνάντηση 2. ήθος, συμπεριφορά 3. συνουσία 4. ομιλία, λόγος 5. αίτηση 6. παράκληση, μεσιτεία 7. ανάγνωση, μελέτη … Dictionary of Greek
αίτημα — Ό,τι ζητά κανείς, η απαίτηση. (Μαθημ., Φυσ.) Θεμελιώδης πρόταση που μπορεί με τη βοήθεια υποθέσεων και ορισμών να χρησιμεύσει ως βάση για την οικοδόμηση μιας θεωρίας ή για την εξήγηση μιας σειράς πράξεων ή φαινομένων. Το α., σε αντίθεση με το… … Dictionary of Greek
προπαραίτησις — ήσεως, ἡ, Α [προπαραιτοῡμαι] αίτηση ή παράκληση εκ τών προτέρων … Dictionary of Greek
ικεσία — η αίτηση βοήθειας, παράκληση: Δεν εισακούστηκαν οι ικεσίες του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δέηση — η (AM δέησις) προσευχή, παράκληση που απευθύνεται στον Θεό (α. «Σάρρα, άμε, κάμε προσευκή, δέηση στο Θεό μας», Θυσ. Αβραάμ β. «δέησιν ποιεῑσθαι», ΚΔ) αρχ. μσν. η παράκληση, το να παρακαλεί κάποιος για κάτι μσν. 1. το «τρίμορφον» παράσταση στην… … Dictionary of Greek
εξαίτησις — ἐξαίτησις, η (Α) [εξαιτώ] 1. αίτηση παραδόσεως κάποιου για τιμωρία ή βασανιστήρια («τῆς μὲν ἐξαιτήσεως ἐπέσχον», Δημοσθ.) 2. μεσολάβηση, επέμβαση 3. αίτηση για ικανοποίηση 4. παράκληση … Dictionary of Greek
παραίτηση — η / παραίτησις, ήσεως, ΝΜΑ [παραιτούμαι] εκούσια εγκατάλειψη θέσεως, αξιώματος ή δικαιώματος νεοελλ. 1. συνεκδ. το έγγραφο με το οποίο δηλώνει κανείς στην προϊστάμενη αρχή ότι παραιτείται από τη θέση του 2. (νομ.) ηθελημένη αποξένωση τού… … Dictionary of Greek
εντυχία — ἐντυχία, η (AM) αρχ. μσν. 1. συνάντηση, συνέντευξη 2. έκκληση, αίτηση, παράκληση 3. αντιδικία ή κατηγορία, μήνυση 4. δέηση 5. (ειδ.) δέηση προς τον θεό για να τιμωρήσει τον άδικο 6. λίβελλος 7. μεσολάβηση, μεσιτεία αρχ. 1. ομιλία, συνομιλία 2.… … Dictionary of Greek
ικέσιος — I Επωνυμία του Δία ως προστάτη των ικετών. Η επωνυμία αυτή είναι συγγενική με την επωνυμία Ξένιος. Ο Δίας λατρευόταν ως Ι. στη Δήλο, στη Ρόδο, στη Θήρα, στην Κω και στην Αθήνα. II (1ος αι. π.Χ.). Γιατρός, οπαδός του Ερασίστρατου. Ίδρυσε δική του… … Dictionary of Greek